Μύκονος 1960 |
Θα είχα έως και τριάντα χρόνια να δώ ορισμένα μέρη από θαλάσσης· άλλα τα είχα δει και πιο πρόσφατα, πριν από είκοσι ή δεκαπέντε χρόνια. Ποτέ όμως δεν είχα δει όλα μαζί τα παράλια, σε έναν ενιαίο περίπλου όλης της νότιας Μυκόνου, από το δυτικότερο άκρο, αντικρύ της Δήλου, έως το πιο ανατολικό, όπου ξανοίγεσαι για την Ικαριά.
Οι νότιες ακτές είναι οι δημοφιλέστερες και οι πιο πυκνοκατοικημένες, σε όλες τις Κυκλάδες. Ευνοήτως: προστατευμένες από τους βοριάδες και από το μελτέμι, προσφέρονται για κολύμπι και για παραθερισμό. Το φυσικό αυτό πλεονέκτημα ήταν αδιάφορο κατά τα προ τουρισμού (π.Τ.) χρόνια: οι νησιώτες κοιτούσαν πώς θα εξασφαλίσουν καλλιεργήσιμη γη.
Η σχέση τους με την ακτογραμμή εξαντλείτο στο πώς θα εξασφαλίσουν υπήνεμα λιμάνια και ρεμέτζα· το κολύμπι των παιδιών εγινόταν ανέτως και μέσα στο λιμάνι, στον γιαλό. Οι ακτές ήταν το βασίλειο των ψαράδων, των χταποδάδων, των βαρκαραίων και των αγυιοπαίδων. Αυτά ίσχυαν στην προτουριστική αρχαιότητα, σε χρόνους που κανείς δεν θυμάται πια, ή δεν θέλει να θυμάται.
Κατά την τουριστική νεωτερικότητα, τα νότια παράλια της Μυκόνου έγιναν πεδίο εκδήλωσης όλων των αξιών, επιθυμιών και φαντασιώσεων των μοντέρνων Ελλήνων, για τους οποίους ο τόπος είναι οικόπεδο με θέα, η γη είναι real estate, η ακτή όργανο ψυχαγωγίας, και οι πλαγιές δοχείο επαύλεων και πισινών. Εξ ου, όλα είναι χτισμένα, παντού. Τσιμέντο, μπετόν, πέτρα, μαντρότοιχοι, πέργκολες, γκαράζ, πισίνες, και απέραντο δίκτυο ηλεκτροφόρων στύλων πάνω σε κάθε κορυφογραμμή.
Ο ήλιος ψήλωνε. Κάθε κόλπος, κολπίσκος, όρμος, στη Μύκονο, είναι μια θαυμαστή πλαζ, με χρυσή άμμο και μοναδικά νερά, ψυχρά συνήθως, με χρώμα κυμαινόμενο από το διαφανές γαλαζοπράσινο έως το ζωηρό γαλανό και το βαθύ μπλε. Η μοναδική ομορφιά της Μυκόνου είναι το φως που πολλαπλασιάζεται σε πυριτικά πετρώματα, γρανίτες και γνεύσιους· είναι το εντυπωσιακό κοντράστ της σταχτιάς, φρυγμένης γης του καλοκαιριού πάνω σε δυο γαλάζιες οθόνες, του ουρανού και της θάλασσας.
Εχει απομείνει το φως· έχει χαθεί η γη. Η γη έχει καταληφθεί, ολοσχερώς από τα χτίσματα. Παντού. Σε κάθε παραλία, σε κάθε πλαγιά και λαγκαδιά, σε κάθε μυχό και ακρωτηράκι αχειροποίητο, σε κάθε διάσελο και κορυφογραμμή, σπίτια, σπιτάρες, resort, βίλες, μπάγκαλοους, μπετένια σκελετά, πολλά απ΄ αυτά άδεια και κλειστά, σαν σπυριά μιας αλλλόκοτης δερματοπάθειας, τεράστια ξενοδοχεία σαν εκτενή έλκη, δάση ομπρελών, εστιατορίων, κλαμπ, σαν αποικίες μυκήτων. Παντού.
Κάτι αγριοπερίστερα, γλάροι, πεντέξι κορμοράνοι, καπαριές κρεμαστές σε αλίπληκτους βράχους, μοναχικές καλαμιές, τα λίγα έμβια στοιχεία που διεκδικούν μια στάλα γη. Ηττώνται κι αυτά, υποχωρούν διαρκώς. Στο ανατολικότερο άκρο, ένα βαρβάκι, falco eleonorae, το γεράκι του Αιγαίου. Μοιραστήκαμε μαζί τους την ελεύθερη θάλασσα, την χωρίς ιδιοκτήτες, παρήγορη και ιαματική.
Το σούρουπο αρχίσαμε αντιστρόφως τον περίπλου. Στο λιγοστό φως το νησί πάσχιζε να ξανακερδίσει τον όγκο του, τη φόρμα του, κάτι από το λαβωμένο μεγαλείο του. Μάταια. Στις κοσμοβριθείς παραλίες τα πάμφωτα κλαμπ ξεπρόβαλαν ακόμη πιο αλλόκοτα μες στη νύχτα, σαν εχθρικά διαστημόπλοια.
Σαν βεγγαλικά απληστίας, που σβήνουν αφήνοντας πίσω μόνο δυσοσμία από θειάφι. Αφήνοντας στο μέλλον έναν ακατανόητο ερειπιώνα, καταφυγή σπουργιτιών και αγριοπερίστερων.
Πηγή: Βλέμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου