Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου υπήρχε μια μεσαίου μεγέθους βιβλιοθήκη, γεμάτη βιβλία, τα περισσότερα των οποίων τα απεχθανόμουν. Οι φοβισμένοι γονείς μου, διωκόμενοι από το καθεστώς, προσπαθούσαν να φτιάξουν μια βιβλιοθήκη- βιτρίνα που θα αποδείκνυε την πίστη τους στο καθεστώς, με την ελπίδα ότι θα γλίτωναν περισσότερες διώξεις και βάσανα. Ήταν γνωστό σε όλους ότι το μάτι ενός χαφιέ του καθεστώτος έπεφτε ανελλιπώς πάνω στην βιβλιοθήκη, εφόσον υπήρχε…
Υπάρχουν σπίτια χωρίς βιβλιοθήκες. Υπάρχουν σπίτια με φτωχές βιβλιοθήκες. Υπάρχουν σπίτια με δήθεν-βιβλιοθήκες. Υπάρχουν σπίτια με υπέροχες βιβλιοθήκες. Υπάρχουν και άλλα με καμένες, κατεστραμμένες ή κρυφές βιβλιοθήκες. (Νομίζω ότι τέτοια σπίτια ήταν εκείνα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή). Οι ιδιωτικές βιβλιοθήκες του εικοστού αιώνα μπορούν να αφηγούνται την πολιτική του ιστορία και υστερία. Τα μεγάλα του πάθη, τα μεγάλα του εγκλήματα, τις κραυγαλέες του αντιφάσεις.
Τα ράφια της βιβλιοθήκης μας ήταν γεμάτα από βιβλία των «Ηγετών του Κόμματος» και τα λαμπρά πνεύματα του μαρξισμού- λενινισμού. Μόνο έργα του Ενβέρ Χότζα υπήρχαν καμιά εβδομηνταριά και συνεχώς προσθέτονταν και άλλα. Μετά, έρχονταν τα βιβλία των «αγαπημένων συντρόφων» του Κόμματος. Λιγότερα από εκείνα του Ηγέτη, φυσικά.
Κανείς δεν επιτρεπόταν να τον ξεπεράσει. Έπειτα έρχονταν τα ξένα βιβλία, τα «καθώς πρέπει», μεταφρασμένα στα αλβανικά. Το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» του Μαρξ και δίπλα του το «Κεφάλαιο». Με κόκκινο εξώφυλλο το ένα, με μαύρο το άλλο. Κάποια βιβλία του Ένγκελς, με πράσινα εξώφυλλα.
Τα βιβλία του Λένιν. Ακολουθούσαν βιβλία του Στάλιν, σχεδόν όλα με γκρι εξώφυλλα. Κάποια στιγμή προστέθηκαν και τα βιβλία του Μάο. Ένα από αυτά ήταν συλλογή ποιημάτων, γραμμένα, εάν δεν κάνω λάθος, στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Την περίοδο της μεγάλης σφαγής, τον σύντροφο Μάο, τον είχε συνεπάρει ο ποιητικός οίστρος. Υπήρχε επίσης, αν θυμάμαι καλά, η «Η Μάνα» του Γκόρκι και δυο τόμοι του «Δον Κιχώτη»…
Η βιβλιοθήκη με την οποία μεγάλωσα είχε μια άλλη ιδιαιτερότητα: πάθαινε αυξομειώσεις. Καινούργια βιβλία προσθέτονταν και άλλα εξαφανίζονταν. Όχι επειδή δεν υπήρχε θέση πια στη βιβλιοθήκη αλλά επειδή έμπαιναν στη μαύρη λίστα και γίνονταν ανεπιθύμητα. Έτσι εξαφανίστηκαν μια μέρα, ξαφνικά, τα βιβλία του συντρόφου Μάο, όταν η Αλβανία διέρρηξε τις σχέσεις με την Κίνα. Κάθε τόσο, επίσης, εξαφανίζονταν τα βιβλία των προδοτών, πρώην «αγαπημένοι σύντροφοι» του Κόμματος.
Μεγαλώνοντας, ανακάλυψα ότι εκτός από αυτήν τη βιβλιοθήκη-βιτρίνα, οι γονείς μου φύλαγαν και «επικίνδυνα», απαγορευμένα, τα λεγόμενα «καταραμένα βιβλία». Συνήθως τα κράταγαν στο υπνοδωμάτιο, κλεισμένα προσεχτικά στα κομοδίνα, δεξιά και αριστερά του κρεβατιού. Σαν αμαρτωλές αποδείξεις που έπρεπε να μείνουν κρυμμένες στο σκοτάδι.
Τέτοια βιβλία δεν κυκλοφορούσαν ποτέ στο σπίτι. Δεν τα έβρισκες ξεχασμένα πάνω σε τραπέζι ή στον καναπέ. Ήταν σαν φοβερά μυστικά που προέρχονταν και αποσύρονταν στο σκοτάδι. Η πρόσβασή μου στα «καταραμένα βιβλία» έγινε εφικτή μόνο όταν μπήκα στην εφηβεία. Και υπό τον όρο και τον όρκο ότι δεν θα συζητούσα έξω από το σπίτι για αυτά. Τότε, λοιπόν, έγινε η μύησή μου στα «καταραμένα βιβλία». Αυτά που έπρεπε να διαβάσεις και να μην συζητήσεις. Αυτά που δεν τα έβρισκες σε καμία βιβλιοθήκη, δημόσια η ιδιωτική...
Τότε είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας για να διαβάσουμε βιβλία. Δεν είχαμε όμως τη δυνατότητα να διαβάσουμε τα βιβλία που θέλαμε. Σήμερα, που έχω την δυνατότητα να διαβάσω τα βιβλία που θέλω, δεν έχω πια τον χρόνο. Τα σπίτια των μεταναστών είναι συνήθως σπίτια χωρίς βιβλιοθήκες.
Εγώ ανήκω στους τυχερούς μετανάστες της πρώτης γενιάς που έχουν την πολυτέλεια μιας βιβλιοθήκης. Βλέποντας τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης, πολλές φορές με ένα αίσθημα ηττοπάθειας, νοσταλγώ εκείνη την εποχή, όπου το διάβασμα των «καταραμένων βιβλίων» αποτελούσε πραγματική ιεροτελεστία. Η σχέση με το βιβλίο ήταν ερωτική...
Το 2009 βρέθηκα ξανά στα Τίρανα. Στα πλαίσια μιας ιστορικής έρευνας που κάνω για την ζωή (και τους αμέτρητους φόνους) στην «αυλή» του Ενβέρ Χότζα, αναγκάστηκα να συναντήσω και να συζητήσω με ανθρώπους του παλιού καθεστώτος. Ανάμεσα στα άλλα, μου έκανε εντύπωση ο κεντρικός ρόλος που έπαιζαν οι βιβλιοθήκες και τα βιβλία στην αυλή του Ενβέρ Χότζα.
Οι άνθρωποι που έκαιγαν βιβλιοθήκες και βιβλία ήταν συνάμα παθιασμένοι βιβλιοφάγοι και συλλέκτες βιβλίων. Ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος έχει διαβάσει περισσότερα βιβλία και είχε τη μεγαλύτερη και την πιο πλούσια βιβλιοθήκη. Ο ίδιος ο Χότζα ήταν δεινός αναγνώστης.
Ήταν κάτοχος μιας τεράστιας βιβλιοθήκης που ξεπερνούσε τους τριάντα χιλιάδες τίτλους. Μερικά από αυτά τα βιβλία τα είχε, κυριολεκτικά, κλέψει από τις βιβλιοθήκες των «εχθρών του καθεστώτος», τις οποίες είχε δώσει εντολή να καούν. Η ιδιωτική του βιβλιοθήκη αυτή δεν υπάρχει πια.
Τα βιβλία του παλιού τυράννου κλάπηκαν από τους κυβερνώντες της νέας εποχή. Έτσι, ξεκινούσαν την νέα καριέρα τους, με την ληστεία της βιβλιοθήκης του παλιού τους «αφεντικού». Κάποιοι, υποστηρικτές και νοσταλγοί του καθεστώτος, πήραν τα βιβλία από την βιβλιοθήκη του τυράννου ως ενθύμιο. Άλλοι, πιο περίεργοι, σαν λάφυρα. Με λίγα λόγια, η βιβλιοθήκη του τυράννου έγινε χίλια κομμάτια και εξαφανίστηκε.
Πέρσι, τέτοια εποχή περίπου, είχα συναντήσει στα Τίρανα τον Ραμίζ Αλία*, έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες και διάδοχος του Ε. Χότζα. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του - λίγα μέτρα από την πρώην βίλλα του - ένα ψηλοτάβανο τριάρι στο κέντρο των Τιράνων, όπου ζούσε μόνος του. Στο τέλος της συνέντευξης που είχαμε, προθυμοποιήθηκε να μου δείξει την ιδιαίτερη αγάπη του: την βιβλιοθήκη του. «Ξέρετε» μου είπε «πολλά βιβλία μου τα έκλεψαν τότε». Το «τότε» σήμαινε «τότε που έχασα την εξουσία». Άρχισε να μου αραδιάσει τα βιβλία που του είχαν κλέψει.
Θυμάμαι ότι ανέφερε τον Ναμπόκοφ, τον Μπωντλέρ, τον Κάφκα. Ακούγοντας αυτά τα ονόματα θυμήθηκα ότι τέτοια βιβλία, τον καιρό που κυβερνούσε, ήταν απαγορευμένα στην Αλβανία. «Συγνώμη αλλά ξέρετε ότι «τότε» εάν έπιαναν κάποιον με ένα από αυτά τα βιβλία μπορεί να τον έβαζαν μέσα;» τον ρώτησα. Έκανε σαν να μην άκουσε και συνέχισε να μου μιλά για βιβλία και εκδόσεις. Αυτό δυνάμωσε το πείσμα μου. «Αλήθεια γιατί ήταν απαγορευμένα αυτά τα βιβλία τότε;» επέμενα.
Χαμογέλασε, με εκείνο το χαρακτηριστικό κυνικό του χαμόγελο. «Γιατί τα μυαλά των ανθρώπων δεν ήταν έτοιμα για τέτοια βιβλία. Είναι σαν τον πατέρα που προστατεύει το παιδί του να μην πάθει κακό» απάντησε. Μετά από είκοσι χρόνια από την πτώση του καθεστώτος υπερασπιζόταν ακόμα τις μεθόδους του. Χαιρετηθήκαμε και ενώ κατέβαινα τις σκάλες του σοβιετικού τύπου πολυκατοικίας του σκέφτηκα ότι όσα χρόνια και αν περνούν οι τύραννοι δεν μετανιώνουν ποτέ. Αν έπαιρναν ξανά την εξουσία θα έκαναν ακριβώς τα ίδια...
Ο Ραμίζ Αλία πέθανε το 2011
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό "Το Δέντρο" τον Μάρτιο του 2012
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου