Ένα όνειρο: Στις 28 Οκτωβρίου του 2012, ο
πρωθυπουργός της χώρας εμφανίστηκε σε μια πανεθνικής εμβέλειας
τηλεοπτική μετάδοση και είπε τα ακόλουθα: «Δεδομένου ότι οι λεγόμενοι
εταίροι, εβδομήντα δύο χρόνια μετά την εισβολή του άξονα, επιδιώκουν και
πάλι τη συντριβή και την υποταγή της χώρας μας και ζητούν να παραδοθεί
ανυπεράσπιστη, ώστε να πραγματοποιήσουν αυτά που δεν μπόρεσαν να κάνουν
με τον πόλεμο του 1940, είμαστε αποφασισμένοι να πούμε και πάλι ένα
μεγάλο ΟΧΙ. Όχι στη μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία, όχι στην κοινωνική
καταστροφή του ελληνικού λαού, όχι στην αναίρεση της ανεξαρτησίας και
της εθνικής μας ολοκλήρωσης, που κατακτήσαμε με αίμα και θυσίες.
Καλούμε
λοιπόν όλους, εχθρούς και φίλους, να τοποθετηθούν απέναντι στην ομόθυμη
θέληση του ελληνικού λαού, να βροντοφωνάξει και πάλι ένα νέο όχι». Ένα
τέτοιο διάγγελμα θα έμενε στην ιστορία δίπλα στο ΟΧΙ του 1940, στη
συνέχεια των αναρίθμητων ΟΧΙ της ιστορίας μας.
Αντ’ αυτού πελιδνός, μικρός, ασήμαντος, ανάξιος να αναμετρηθεί με την
ιστορία μας και αντάξιος ζηλωτής του Γιώργου Παπανδρέου, των Τσολάκογλου
και των νενέκων της ιστορίας μας, ο Σαμαράς υπέγραψε τελεσίδικα την
ιστορική του απαξίωση. Μέσα σ’ ένα χρόνο, ακριβώς, αποκάλυψε το
πραγματικό πρόσωπό του, αρχίζοντας με την αποδοχή πέρυσι τέτοια εποχή
της συγκυβέρνησης με τον πράκτορα και καταλήγοντας σήμερα στην οριστική
αποδοχή της υποταγής της χώρας.
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει κριθεί από την ιστορία. Δεν υπάρχει πλέον
περίοδος χάριτος γι’ αυτόν. Την πρώτη φορά, το 1992, αφού συναίνεσε
στους Γερμανούς για τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, η οποία είχε ως
αναπόφευκτη συνέπεια τη δημιουργία «μακεδονικού» κράτους, στη συνέχεια
οδήγησε τη χώρα σε μια πρωτοφανή ήττα στον χώρο των Βαλκανίων και στον
εξευτελισμό. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως, η αδυναμία να
συγκροτηθεί ένας βαλκανικός πόλος με άξονα την Ελλάδα και τη
Γιουγκοσλαβία τότε, αποτέλεσε την αρχή των δεινών για το σήμερα.
Η
αλλοπρόσαλλη πολιτική του Σαμαρά, την οποία σηματοδότησε αρχικώς η
υποχώρηση στους Γερμανούς και τον Γκένσερ, και εν συνεχεία η εμμονή του
στο «μακεδονικό», το οποίο ο ίδιος είχε δημιουργήσει, μαζί με τον
Παπανδρέου που ήθελε να ξεπλυθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά, υπήρξε
καταστροφική. Το μακεδονικό απαγόρευσε μια αξιόπιστη βαλκανική πολιτική
στην Ελλάδα και μας προσέδεσε ασφυκτικά στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη. Η
διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων που ακολούθησε, καθώς και η
αδυναμία της Ελλάδας, αποσυνέθεσαν τον βαλκανικό χώρο και εξασθένισαν
γεωπολιτικά τη θέση της χώρας.
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Η Ελλάδα, έχοντας απολέσει τη μεγάλη
βαλκανική ευκαιρία, προσδέθηκε ασφυκτικά στη Δυτική Ευρώπη και εν
συνεχεία στην ευρωζώνη με τον νάνο-θαυματοποιό Σημίτη, και τα Βαλκάνια
μεταβλήθηκαν σε χώρο κυνηγιού των αμερικάνικων βομβαρδιστικών, των
γερμανικών εταιρειών και της νεοθωμανικής Τουρκίας. Η σημερινή
αποδυναμωμένη γεωπολιτική μας θέση είναι εν πολλοίς συνέπεια των
τραγικών λαθών και της ανικανότητας εκείνης της περιόδου.
Στη συνέχεια ο ελληνικός λαός, επειδή «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», μπροστά στον κίνδυνο να αναλάβει την ηγεσία της Ν. Δημοκρατίας η Ντόρα Μπακογιάννη και να σχηματίσει ένα θανάσιμο δίδυμο με τον Γιώργο Παπανδρέου, και δεδομένης της παντελούς έλλειψης ικανών και αξιόπιστων πολιτικών, ανέσυρε από την αφάνεια των χαρτοπαιγνίων των βορείων προαστίων τον Αντώνη Σαμαρά.
Στη συνέχεια ο ελληνικός λαός, επειδή «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», μπροστά στον κίνδυνο να αναλάβει την ηγεσία της Ν. Δημοκρατίας η Ντόρα Μπακογιάννη και να σχηματίσει ένα θανάσιμο δίδυμο με τον Γιώργο Παπανδρέου, και δεδομένης της παντελούς έλλειψης ικανών και αξιόπιστων πολιτικών, ανέσυρε από την αφάνεια των χαρτοπαιγνίων των βορείων προαστίων τον Αντώνη Σαμαρά.
Ο μικρός αυτός πολιτικός, που εμφανιζόταν ως εκφραστής της εθνικής
αξιοπρέπειας των Ελλήνων, και «εθνικά ανυποχώρητος», κατόρθωσε για ένα
διάστημα, και σε αντιπαράθεση βεβαίως με την Μπακογιάννη και τον ΓΑΠ, να
εμφανίζεται ως αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Βέβαια, τα σημάδια ήταν
καθαρά. Επί δεκαπέντε χρόνια ούτε να καταθέσει κάποιο όραμα για τη χώρα
είχε ούτε κατόρθωσε να φτιάξει κάποιο αξιόπιστο πολιτικό σχήμα.
Και όμως, κατόρθωσε να γίνει και πρωθυπουργός, και, αφού συναίνεσε αναρίθμητες φορές πλέον στις απαιτήσεις τους, απέσπασε την εύνοια των αποικιοκρατών και των ντόπιων «νταβατζήδων».
Και όμως, κατόρθωσε να γίνει και πρωθυπουργός, και, αφού συναίνεσε αναρίθμητες φορές πλέον στις απαιτήσεις τους, απέσπασε την εύνοια των αποικιοκρατών και των ντόπιων «νταβατζήδων».
Πολλοί άνθρωποι, εξαιτίας της βαθύτατης κρίσης του πολιτικού προσωπικού
και της έλλειψης αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης –την οποία δεν
μπορούσε να προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ– ήλπιζαν πως θα αποδειχθεί τουλάχιστον
καλύτερος από τους προηγούμενους και ότι θα έβαζε και κάποιο φραγμό στην
κατρακύλα της χώρας και στις απαιτήσεις των αισχρών αποικιοκρατών. Και
από τις εκλογές και μετά είχε όντως την ευκαιρία να θέσει έναν τέτοιο
φραγμό.
Πρώτον, διότι το σύνολο του ελληνικού λαού, με τον έναν ή τον άλλο
τρόπο, δειλότερα ή εμφαντικότερα είχε απορρίψει τη συνέχιση της
πολιτικής του μνημονίου, γι’ αυτό και όλοι μιλούσαν για
αναδιαπραγμάτευση.
Δεύτερον, διότι για πρώτη φορά υπήρχαν ευνοϊκές συνθήκες, όχι τόσο
εξαιτίας του άχρωμου μικρογραφειοκράτη Ολάντ στη Γαλλία, όσο λόγω της
κινεζικής απαίτησης να μη θιγεί το ευρώ και να μην πληγεί η Ελλάδα,
καθώς και της κρίσης στη Συρία, που αναβαθμίζει γεωπολιτικά τον ρόλο
μας. .
Και αντί αυτός ο ανάξιος πολιτικός να στηριχθεί σ’ αυτά τα δύο
στηρίγματα, που θα τον αναδείκνυαν σε αναμφισβήτητο εθνικό ηγέτη και έξω
από τα όρια της χώρας, το μόνο που έκανε ήταν να εκλιπαρεί και να
σέρνεται πίσω από τη Μέρκελ, παριστάνοντας τον αποφασιστικό μόνο
απέναντι στον ελληνικό λαό με τους χρυσαυγίτες κρανοφόρους του, και …
απέναντι στους διεφθαρμένους και τελειωμένους πασόκους εταίρους του.
Έτσι, οδηγεί τη χώρα σε μια ακραία αποικιακή εξάρτηση και τον λαό σε μια
χωρίς προηγούμενο εξαθλίωση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο αυτό το ΟΧΙ, που δεν μπορεί
να πει ο Σαμαράς και η παρέα του, δεν κατόρθωσε να το διατυπώσει με
αξιοπιστία μια οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη. Δυστυχώς, διότι οι λαοί
έχουν κάθε φορά τις ηγεσίες που τους αξίζουν. Ο ελληνικός λαός, τα
είκοσι τουλάχιστον τελευταία χρόνια, βυθίστηκε σε ένα παρασιτικό
οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, έχασε την επαφή με τα αντιστασιακά του
αντανακλαστικά, μεταβλήθηκε σε δανειζόμενο καταναλωτή.
Γι’ αυτό και, όταν ήρθε η ώρα της κρίσης, δεν διέθετε παρά έναν
Παπανδρέου, έναν Βενιζέλο, έναν Καρατζαφέρη, έναν Σαμαρά, έναν Κουβέλη.
Και οι δυνάμεις που έμειναν στην αντιπολίτευση, οι οποίες ορθά
απορρίπτουν τη λογική του μνημονίου, είναι πολύ ισχνές, ανέτοιμες ή
αλλοτριωμένες από τριάντα χρόνων εθνομηδενισμό, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και ένα
μεγάλο κομμάτι του ΚΚΕ, ή τέλος ομάδες συμμοριτών, όπως η Χρυσή Αυγή.
Τριάντα χρόνων πασοκικός εκμαυλισμός και είκοσι χρόνων εκσυγχρονισμός
και ιδιωτική τηλεόραση έκαναν τα μυαλά των Ελλήνων χυλό και διέλυσαν την
αντιστασιακή συνοχή τους.
Τώρα, λοιπόν, θα πρέπει δυστυχώς να ανασυστήσουν το κοινωνικό και
πολιτικό πρόσωπο μέσα από την εμπειρία της καταστροφής. Και χωρίς ακόμα
να μπορούν να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες, αξιόπιστες λύσεις.
Απορρίπτοντας τους σωτήρες κάθε είδους, θα πρέπει να αρχίσουν μια μακρά
και επίπονη πορεία για τη σωτηρία της χώρας. Θα πρέπει να επιβάλουν στις
όποιες πολιτικές ηγεσίες, υπαρκτές ή μελλούμενες, ένα νέο πρόγραμμα, το
οποίο θα στηρίζεται στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στον
πατριωτισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογική ισορροπία και την
άμεση δημοκρατία. Και σήμερα, τα βήματα που οργανώνουν την λαϊκή
αντίσταση, όσο μικρά κι αν φαίνονται, είναι τα μόνα που μπορούν να
αρχίσουν να δίνουν ελπίδα σ’ ένα λαό καθηγμαμένο κατ’ εξοχήν από την
έλλειψή της.
Υπάρχει φως για την άκρη του τούνελ, αρκεί ο ελληνικός λαός να αναλάβει τον φωτισμό του.
Πάντως, ο Σαμαράς δεν θα βρίσκεται με τον λαό σε αυτή την πορεία, αλλά
απέναντί του, μια και ολοκλήρωσε τη μετάβασή του προς τον δρόμο της
ιστορικής καταισχύνης.
του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη φ. 89 που κυκλοφορει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου