Roger de La Fresnaye, «Tα δεκατετράχρονα του Ιουλίου», 1914 |
του Αντώνη Λιάκου
Οι μεταρρυθμίσεις έχουν αναχθεί σε μείζον
ζήτημα και βασικό κριτήριο για την πορεία της χώρας, στην Ελλάδα και το
εξωτερικό. Ταυτόχρονα, η ανάγκη μεταρρυθμίσεων προβάλλεται ως
επείγουσα, σε μια σειρά χώρες, σχεδόν στο σύνολο. Ποια χώρα δεν
υπόκειται σε μεταρρυθμίσεις; Στο μέτρο βέβαια που ποτέ και πουθενά τα
πράγματα δεν λειτουργούν τέλεια, πάντοτε θα χρειάζονται μεταρρυθμίσεις.
Τι πιο φυσικό;
Οι μεταρρυθμίσεις είναι έκφραση της νεωτερικότητας και
της επιθυμίας βελτίωσης της κοινωνίας. Νεωτερικότητα σημαίνει την
ικανότητα μιας χώρας να αυτορρυθμίζεται. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις για τις
οποίες γίνεται λόγος δεν αφορούν γενικώς βελτιώσεις και αλλαγές.
Πρόκειται για συγκεκριμένο πακέτο πολιτικής, με συγκεκριμένη κατεύθυνση
και στοχοθεσία.
Παρά τις διαφορετικές ανάγκες, από χώρα σε χώρα, οι
μεταρρυθμίσεις αυτές προκύπτουν από ενιαίο εγχειρίδιο: από μια πολιτική η
οποία άρχισε να συγκροτείται ήδη ως απάντηση στις αλλεπάλληλες κρίσεις
της δεκαετίας του ’70 και εκφράζουν μια ευρύτερη αλλαγή Παραδείγματος
στην οικονομική και πολιτική φιλοσοφία, στις σχέσεις κράτους και πολίτη,
διοίκησης και αγοράς.
Ποια είναι η κοινή συνισταμένη τους; Η
προσομοίωση του κράτους στις λειτουργίες της αγοράς, η ιδιωτικοποίηση
της ιδιότητας του πολίτη που αποσυνδέεται από κοινωνικά δικαιώματα, η
απογύμνωση της εργασίας από τα θεσμικά της ερείσματα, γύρω από τα οποία
συγκροτήθηκαν κοινωνικό κράτος και μαζικές δημοκρατίες. Πρόκειται για
βαθιά αναμόχλευση της κοινωνίας, για ριζοσπαστικό πρόγραμμα χωρίς τέλος,
για διαρκή επανάσταση των ελίτ. Η κρίση στην Ελλάδα ήταν η μεγάλη
ευκαιρία να μπει η χώρα σε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, λέγεται. Tο
Μνημόνιο μπορεί να απέτυχε, αλλά αυτό βαραίνει λιγότερο, αρκεί που η
χώρα μπήκε στην πορεία των Μνημονίων, επομένως των μεταρρυθμίσεων.
Δεν υπάρχει επιστροφή στην κατάσταση προ κρίσης
Το ζήτημα είναι οι πολιτικές της
ανάταξης. Σε ποια κατεύθυνση και με ποιο σκεπτικό θα κινηθούν; Είναι
σαφές πως η χώρα δεν μπορεί να επανέλθει στην προ κρίσης κατάσταση. Για
δύο λόγους:
α) Η προ κρίσης εποχή εγκυμονούσε την
κρίση. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος σε πελατειακές και
αντιπαραγωγικές δραστηριότητες χρησιμοποιείται μεν ως πρόσχημα για
περικοπές κοινωνικών δαπανών, αλλά επί δεκαετίες υπήρξε γεγονός. Όχι
μόνο για τους πολλούς, ή φθίνουσες κοινωνικές κατηγορίες όπως οι
αγρότες, αλλά και για τους λίγους και ισχυρούς: βιομηχανία, τράπεζες,
μεγάλα μηντιακά συγκροτήματα επωφελήθηκαν από επιδοτήσεις,
φοροαπαλλαγές, δημόσιες παραγγελίες. Συγκροτούσε τρόπο λειτουργίας του
πολιτικού συστήματος, υποκατάστατο, μεθαδόνη για να φενακίζει
δυσαρέσκειες και αντιπαραθέσεις. Επιθυμεί κανείς να επανέλθουμε σε
παρόμοια νοσηρή κατάσταση;
β) Η κρίση δεν είναι απλώς μια
καπιταλιστική κρίση, όπως οι προηγούμενες. Έχουν συμβεί κοσμοϊστορικές
μεταβολές σε πλανητική κλίμακα:
Πρώτον, μετατόπιση των οικονομικών
δραστηριοτήτων από τη Δύση στην Ανατολή, και συνακόλουθα κοινωνικό
νταμπινγκ από κοινωνίες με απουσία κοινωνικού κράτους, αλλά και
διαφορετική δημογραφική δομή. Οι χώρες της Δύσης έχουν βεβαρημένα
κοινωνικά έξοδα και λόγω της ηλικιακής πυραμίδας, σε αντίθεση με την
Ανατολή και τις νεανικές κοινωνίες της.
Δεύτερον, η πορεία εξάντλησης των
ενεργειακών πόρων και η συνακόλουθη πορεία των τιμών, τόσο στην ορυκτή
ενέργεια και τα μεταλλεύματα όσο και στα τρόφιμα. Αυτές οι μεταβολές
δημιουργούν ένα ρευστό έδαφος που μετατρέπουν τις πολιτικές λιτότητας,
από προϋπόθεση εξυγίανσης και αφετηρία ανάπτυξης, σε πίθο των Δαναΐδων,
σε ατελέσφορα επαναλαμβανόμενη πολιτική.
Τρίτον, η ηλεκτρονική και διαδικτυακή
επανάσταση. Αντικαθιστά τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά μαζί της
ακυρώνει θέσεις εργασίας, σταθερότητα απασχόλησης, την κλασική εργατική
τάξη, το κράτος πρόνοιας, τον συνδικαλισμό και την προστατευτική
εργατική νομοθεσία. Η νέα τεχνολογία συνεπάγεται καινούργιες ρευστές
μορφές σύναψης εργασίας, κεφαλαίου και κοινωνίας, εκτός ορίων εθνικού
κράτους. Οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο κάποιες παραμέτρους, αλλά το σύνολο
των κοινωνικών σχέσεων. Δεν υπάρχει επομένως δρόμος επιστροφής στις
πριν την κρίση ρυθμίσεις και βεβαιότητες.
Η κριτική προς τα Μνημόνια και τον
καταιγισμό των μέτρων που μεταβάλλουν την ελληνική κοινωνία έφερε την
Αριστερά σε θέση άμυνας. Κατηγορείται για το «όχι σε όλα», πως
αντιτίθεται σε όλες τις μεταβολές, επομένως ότι υποστηρίζει την παλιά
τάξη πραγμάτων που έχει κιόλας δαιμονοποιηθεί. Η εκλογική της έκρηξη
αποδίδεται στη μετακίνηση στρωμάτων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε.
Εκείνο που δεν φάνηκε είναι οι λύσεις στα προβλήματα, η στρατηγική της,
το σχέδιό της για την κοινωνία, η κατεύθυνση και η φιλοσοφία του. Αυτό
επείγει να φανεί με σαφήνεια.
Θα μπορούσε η Αριστερά να κάνει μια
διάκριση σε καλές και κακές μεταρρυθμίσεις; Το επιχείρησε ένα κομμάτι
της. Αποτέλεσμα; Η πλήρης αποδοχή όλου του πακέτου, χωρίς πρακτική
δυνατότητα επιλογής ή διαφοροποίησης, πράγμα που δημιούργησε, εξάλλου,
σε ευρύτατα στρώματα, δυσπιστία προς οποιαδήποτε έννοια μεταρρυθμίσεων.
Ποια είναι λοιπόν τα κομμένα νήματα;
Μια νέα αριστερή αφήγηση στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης
Παρά την κριτική στα Μνημόνια, η
Αριστερά είναι υποχρεωμένη να ξαναπιάσει το νήμα των αλλαγών που έχει
επιφέρει η παγκοσμιοποίηση στις κοινωνίες. Δεν μπορεί να επιστρέψει
σε πολιτικές που σάρωσε η παγκοσμιοποίηση, που προϋποθέτουν κλειστή
εθνική αγορά. Πρέπει να καταλάβει τα όρια της παρέμβασης του κράτους,
που έχουν αλλάξει, να σκεφτεί τις νέες κατευθύνσεις της δράσης του.
Έγκον Σίλε, «Γυμνό με πράσινο τουρμπάνι», 1914 |
Η παγκοσμιοποίηση μας προκαλεί να
σκεφτούμε διαφορετικά την ίδια τη νεωτερικότητα, να τη σκεφτούμε εκτός
Δύσης, έξω από τα παραδοσιακά της κέντρα, ως παγκόσμιο φαινόμενο. Αυτή η
αλλαγή ιστορικής οπτικής μάς απελευθερώνει από τον δυτικό εξελικτισμό,
την ιστορική τελεολογία της συνεχούς προόδου. Όπως η αυγή του
καπιταλισμού, τον 18ο και τον 19ο αι. συνοδεύτηκε από την έκρηξη της
δουλοκτησίας, έτσι και η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια νέα φάση
αναδιάταξης και συνύπαρξης διαφορετικών μορφών εργασίας, εκμετάλλευσης
και κοινωνικής συμβίωσης.
Αλλά αν η προηγούμενη ιστορική φάση του
καπιταλισμού αφηγηματοποιήθηκε, εν πολλοίς, μέσα από τη Γαλλική
Επανάσταση, ως προς τα πολιτικά δικαιώματα και την πολιτική κοινότητα,
και από το Κεφάλαιο του Μαρξ, ως προς την οικονομική διάρθρωση
και τον ρυθμό της, τούτη η καινούργια ιστορική περίοδος έχει
αφηγηματοποιηθεί μέσα από τον νεοφιλελεύθερο λόγο, που μέρος του είναι
και ο λόγος περί μεταρρυθμίσεων. Δεν πρόκειται όμως για απλό αφήγημα
αλλά για μια κουλτούρα γνώσης που επιβάλει ορολογία, σενάρια και τρόπους
σκέψης.
Έχει συγκροτηθεί ως επιστημονικός κλάδος, ως διανοητικός χάρτης
που περιγράφει τη νέα εποχή, τη θέση μας σ’ αυτή, τα καθήκοντα και το
μέλλον μας.
Επομένως, η Αριστερά πρέπει να
αποπειραθεί ένα δύσκολο έργο. Αφενός, να σκεφτεί το πλαίσιο και την
κατεύθυνση των αλλαγών που πρέπει να επιχειρήσει, ενσωματώνοντας τις
μεγάλες μεταβολές. Αφετέρου όμως, οφείλει να επινοήσει και το
εννοιολογικό πλαίσιο και την κατεύθυνση. Δεν υπάρχει σήμερα ένα
εγκαθιδρυμένο και κωδικοποιημένο εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής, όπως
λ.χ. στη δεκαετία του ’60 ή του ’70. Αυτό δίνει στις ελίτ τη δύναμη να
υποστηρίζουν ότι There Is No Alternative.
Η εναλλακτική κατεύθυνση πρέπει βεβαίως
να ενσωματώνει αξίες των αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων ή των πλατειών
(λ.χ. «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», ή «Η αλληλεγγύη πάνω από τον
ανταγωνισμό»), αλλά αυτό είναι εκδήλωση καλών προθέσεων. Δεν φτάνει.
Κυρίως οφείλει να επεξεργαστεί τις κοσμοϊστορικές μεταβολές και τα
ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία εξελίσσεται η κρίση. Δεν πρόκειται
για μια εναλλακτική εξόδου από την κρίση, αλλά για μια εναλλακτική
πλοήγησης στις άγνωστες θάλασσες της κρίσης. Όσοι υπόσχονται έξοδο από
την κρίση ή δεν γνωρίζουν το βάθος και την έκτασή της ή δημαγωγούν. Η
τεχνογνωσία της πλοήγησης στην κρίση είναι βασικό στοιχείο της
κατάρτισης μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Πρόκειται για τη διαχείριση
μιας δίκαιης λιτότητας, φιλικής στην κοινωνία, συμβατή και με τους
περιβαλλοντικούς περιορισμούς, και ασφαλώς οι μορφές αλληλεγγύης που
έχουν αναπτυχθεί είναι πολύτιμα συστατικά μιας παρόμοιας πολιτικής.
Τέλος, Ελλάδα και Ευρώπη: Στη
συνάφεια της κρίσης, προσφέρεται μια ανάπτυξη βασισμένη στην εσωτερική
διαφοροποίηση της Ευρώπης σε έμμεσα αποικιακές και αποικιοκρατούμενες
ζώνες, ένα καινούργιο φαινόμενο εσωτερικής αποικιοποίησης. Κάτι ανάλογο
συνέβη και στην Ανατολική Ευρώπη. Άρα χρειάζεται μια προοπτική των
διαδικασιών ανασυγκρότησης μιας ευρωπαϊκής κοινότητας αλληλεγγύης και
συνευθύνης.
Η πολιτική και διανοητική παράδοση της αριστερής κριτικής
Το άλλο νήμα αφορά την κριτική της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Η
Αριστερά αντιτάχθηκε δικαίως στην προσπάθεια ενοχοποίησης της ελληνικής
κοινωνίας για την κρίση και υπέδειξε σωστά ότι αυτή ήταν μια
ενορχηστρωμένη επιχείρηση για να περάσουν ευκολότερα οι νέες πολιτικές. Η
ενοχοποίηση της μεταπολίτευσης ήταν ενοχοποίηση της δημοκρατίας και των
πολιτικών αντίστασης από το 1974. Αλλά η απόκρουση αυτής της κριτικής
έφερε πάλι την Αριστερά σε μια θέση άμυνας, ευάλωτη σε κατηγορίες πως
υπερασπίζεται τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας.
Υποκριτικές
κατηγορίες βέβαια, από τις δυνάμεις που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης,
όχι απλώς στη μεταπολίτευση αλλά τον τελευταίο μισό αιώνα. Αποτέλεσμα; Η
Αριστερά άφησε έδαφος σε όλους εκείνους που ιδιοποιούνται την ανάγκη
αλλαγών. Ωστόσο, ως πολιτική αλλά και διανοητική παράδοση, η Αριστερά
αναπτύχθηκε στη βάση μιας πολυεπίπεδης κριτικής απέναντι στην ελληνική
κοινωνία, στις κοινωνικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις και τροπές της, από
την εποχή του Γεωργίου Σκληρού, του Δημήτρη Γληνού, της Επιθεώρησης Τέχνης και του Πολίτη. Πώς είναι δυνατό να μην ξαναπιάσει το νήμα αυτής της κριτικής σήμερα;
Η Αριστερά, επομένως, δεν μπορεί να είναι
πειστική χωρίς ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, χωρίς να παρουσιάσει νέο
όραμα, χωρίς να επεξεργαστεί σχέδιο αλλαγής. Σε μια άλλη μεγάλη κρίση,
στα χρόνια της Κατοχής, η πειστικότητα του ΕΑΜ δεν προήλθε ούτε μόνο
επειδή πολεμούσε τους κατακτητές, ούτε μόνο επειδή συναρθρωνόταν με τα
κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και τις καθημερινές διεκδικήσεις, για τις
οποίες αδιαφορούσαν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Αν εκείνες ήθελαν να
ανασυστήσουν το προ του πολέμου και της δικτατορίας Μεταξά παρελθόν, το
ΕΑΜ πρόβαλλε μια πρόταση για το μέλλον, για τη νέα Ελλάδα.
Η εννοιολόγηση της μεγάλης αλλαγής
Μήπως όμως το όραμα μιας συνολικής
ανατροπής είναι αρκετό, κι αυτό θα πρέπει να αποτελεί τον στόχο της
Αριστεράς; Μήπως από αυτή την συνολική ανατροπή τα άλλα έπονται; Μήπως
δηλαδή στο ερώτημα «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», το οποίο έθετε η Ρόζα
Λούξεμπουργκ στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απάντηση, και
τότε και τώρα, είναι Επανάσταση;
Με όσα έχουν συμβεί έναν αιώνα από τότε,
έχει αλλάξει και η έννοια επανάσταση και η έννοια μεταρρυθμίσεις. Η μεν
πρώτη δεν μπορεί πλέον να αναφέρεται σε ένα πολιτικό συμβάν ή την
κατάληψη της εξουσίας με έφοδο. Άλλωστε, η διατήρηση της εξουσίας από
δυνάμεις που επεδίωκαν βαθιές αλλαγές αποδείχτηκε πιο δύσκολη από την
κατάληψή της.
Μα και η σημασία των μεταρρυθμίσεων έχει αλλάξει από τότε,
και όχι μόνο γιατί ιδιοποιήθηκαν τον όρο οι ελίτ. Κρίσεις σαν και αυτήν
που βιώνουμε σαρώνουν σταδιακές αλλαγές και κεκτημένα, όπως συνέβη με
το κράτος πρόνοιας. Το σημερινό πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από το
πλαίσιο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως και ο καπιταλισμός είναι
πολύ διαφορετικός, οργανωμένος και έτοιμος να αντιδράσει. Η έννοια της
μεγάλης αλλαγής, μιας αλλαγής ρότας, πρέπει να εννοιολογηθεί εξολοκλήρου
ξανά. Το σημερινό σχέδιο δεν μπορεί να είναι παρά μια μεγάλη αλλαγή,
που θα περιλαμβάνει μια κλίμακα μεταρρυθμίσεων, από εκείνες που
βελτιώνουν την καθημερινότητα έως τις μεγάλες, διαρθρωτικές και
συστημικές μεταρρυθμίσεις.
Το ζήτημα είναι να επαναφέρουμε στην ατζέντα
της Αριστεράς τις μεταρρυθμίσεις, να διεκδικήσει η Αριστερά τη σημαία
των μεταρρυθμίσεων. Εκείνο που συνέβη έως τώρα είναι η πειρατεία του
νοήματος των μεταρρυθμίσεων και ταυτόχρονα η δυσφήμιση της έννοιας τους
τόσο πολύ, ώστε να οδηγήσει αρκετούς στην αμφισβήτηση κάθε έννοιας
αλλαγών ή στην παράλυση κάθε απόπειρας να αλλάξει κάτι.
Η Αριστερά στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι
μια μικρή δύναμη που καλλιεργεί ιδέες και στάσεις που δημιουργούν
ταυτότητες οι οποίες θα γίνουν κάποτε ενεργή πολιτική δύναμη. Διεκδικεί
και την εμπιστεύονται πολλοί να κυβερνήσει. Η καταστροφή που θα
επιφέρει, αν δεν τα καταφέρει, δεν αφορά μόνο την ίδια. Θα σβήσει κάθε
εστία κριτικής εναντίωσης. Η αποτυχία θα γίνει τραγωδία για τη χώρα.
Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε τις
μεταρρυθμίσεις ως πεδίο αναμέτρησης· αναμέτρησης για το πώς θα αλλάξει
μια κοινωνία που δεν μπορεί παρά να αλλάξει. Δεν υπάρχει δρόμος
επιστροφής στο status quo ante, στην προ κρίσης εποχή. Ο κίνδυνος όμως
δεν είναι μόνο η ήττα, αλλά η εγκατάλειψη εκ των προτέρων του πεδίου των
μεταρρυθμίσεων στον εχθρό. Γιατί η κατάκτηση του πεδίου αυτού, και
μάλιστα χωρίς αμφισβητήσεις, του χαρίζει τεράστιο πλεονέκτημα.
Ο Αντώνης Λιάκος διδάσκει σύγχρονη
Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι μέλος του συντονιστικού της
Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Το
άρθρο βασίζεται στην εισήγησή του στο Κρίση-μο σεμινάριο «Γιατί το
κράτος; Ο λόγος περί μεταρρυθμίσων», 12.11.2012 (εισηγητές: Κ.
Γαβρόγλου, Α. Λιάκος, Δ. Χριστόπουλος, συντονιστής: Κ. Παπαϊωάννου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου