Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Αττικ - Ιστορία δύο τραγουδιών του μεσοπολέμου, γεμάτη ήχους, εικόνες κι αρώματα....

Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που συνέβησαν πραγματικά και ύστερα τις πήρε ο χρόνος και τις φόρτωσε με τόση μαγεία που ακούγονται χρόνια μετά σαν παραμύθι βγαλμένο απ’ την λαϊκή παράδοση. Οι ιστορίες του μεσοπολέμου, τόσο μακρινές, τόσο ξένες απ’ το σήμερα και την τρέχουσα εποχή, κι όμως, τόσο κοντά μας, τόσο δικές μας· στη φαντασία μας αποτυπωμένες σε μαύρο-άσπρο, ή σε τόνους σέπια, με κίνηση σαν κωμωδία με τον Σαρλώ, γρήγορη, λίγο σπασμωδική που ακόμα κουβαλάει την πρώιμη φόρα της βιομηχανικής επανάστασης


 Ειδα μάτια

 Ο Αττίκ παντρεύτηκε τρεις φορές και έζησε φοβερά πάθη που τράνταξαν ολόκληρη την Αθήνα με την ένταση και τον ρομαντισμό τους. Ένα τέτοιο πάθος μας φέρνει στην σημερινή μου αφήγηση. Η ιστορία του Αττίκ με την δεύτερη σύζυγό του, Μαρίκα Φιλιππίδου, αποτέλεσε ένα από τα πιο θρυλικά ρομάντζα της εποχής· υπήρξε ένας έρωτας παθιασμένος και εκρηκτικός, για χάρη του οποίου συνθέτει το μεγάλο σουξέ της εποχής «Είδα Μάτια Πολλά» (1909-1910), τραγούδι που αγαπήθηκε ιδιαίτερα απ’ το αθηναϊκό κοινό.

Ο γάμος του με την Φιλιππίδου κράτησε λίγο, και σύντομα διαλύθηκε, καθώς η γυναίκα του τον εγκατέλειψε το 1914 για τον αξιωματικό του ιππικού Σταμάτη Μερκούρη. Από τον δεύτερο γάμο της γεννήθηκε το 1920 η Μελίνα Μερκούρη. Ένα βράδυ του 1930 το ζεύγος Μερκούρη επισκέπτεται το υπαίθριο θέατρο όπου έπαιζε η «Μάντρα». Το περιστατικό αφηγείται ο Αλέκος Σακελάριος. Τη στιγμή που το κοινό συνειδητοποιεί την παρουσία της πρώην γυναίκας του Αττίκ και του συζύγου της ξεκινά περιπαικτικά και με ζέση να ζητάει απ’ τον καλλιτέχνη να τραγουδήσει το «Είδα Μάτια».

Ο Αττίκ άκουσε το αίτημα του κοινού του. Είδε τα περιπαικτικά βλέμματα. Είδε ίσως τα γαλανά μάτια της κυρίας Μερκούρη, ή νόμισε πως τα είδε, τα κοίταξε πάντως. Σηκώθηκε απ’ το πιάνο κι αποχώρησε απ’ τη σκηνή. Δέκα λεπτά αργότερα επέστρεψε και τραγούδησε ένα καινούριο κομμάτι, ένα κομμάτι που συνέθεσε μέσα στο δεκάλεπτο της απουσίας του. Το «Ζητάτε να Σας Πω», είναι ένα τραγούδι μετουσίωσης του πόνου και του εξευτελισμού. Μια ευθεία και θαρραλέα απάντηση στην απαίτηση του όχλου για αίμα, έστω αίμα της ψυχής.

Πρόκειται για μια παραδοχή της ήττας, τόσο περήφανη και κατηγορηματική που μετατρέπεται σε νίκη, νίκη θριαμβευτική: «Ζητάτε να σας πω/τον πρώτο μου σκοπό/τα περασμένα μου γινάτια/ζητάτε ‘Είδα Μάτια’/με σκίζετε κομμάτια./Σε μια παλιά πληγή/που ακόμα αιμορραγεί/μη μου γυρνάτε το μαχαίρι/αφού ο/καθένας ξέρει/τι πόνο θα μου φέρει». Στις πρώτες δυο στροφές έχει ντροπιάσει τους περιγελαστές του, έχει καταθέσει τα όπλα, κι όμως έχει πάρει τη ρεβάνς και έχει υψωθεί πάνω απ’ όλους τους παρευρισκόμενους. «Είναι πολύ σκληρό/να σου ζητούν να τραγουδήσεις/έναν παλιό σκοπό/που προσπαθείς να λησμονήσεις./Στο γλέντι σας αυτό/δε θα’ τανε σωστό/αντί για άλλο πιοτό/να πιω εγώ φαρμάκι/μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι».

 Η μελωδία δεν είναι του σωρού, ούτε φανερώνει τίποτα πως είναι γραμμένη στο πόδι. Το μουσικό αποτέλεσμα είναι ένα ξέσπασμα της μουσικής ευφυίας του Αττίκ, μια επιβεβαίωση ότι στα πιο δύσκολα, ο άνθρωπος μπορεί να βρει το κουράγιο να μετατρέψει την απελπισία και τον πόνο σε έργο. Μοναχός του ο Αττίκ στήνει διάλογο με το κοινό πάνω στη σκηνή, εκθέτει τα κρυφά τους ερωτήματα και τις κακοπροαίρετες προθέσεις και απαντά αποστομωτικά σε όλα. Γιατί «δεν είν’ οι καρδιές/όλες το ίδιο καμωμένες/ούτε κι οι ομορφιές/στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες», και ο εμμονικός πόνος του καθενός δεν μπορεί να είναι αιτία δημόσιου εμπαιγμού.


Ζητάτε να σας πω.

Το «Ζητάτε να Σας Πω» είναι ένα εξαιρετικό δείγμα καλλιτεχνικής μετουσίωσης· του πώς ένα καταστροφικό συναίσθημα μπορεί να μεταβληθεί, να μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο. Ο Αττίκ αυτοκτόνησε στις 28 Αυγούστου του 1944 με υπερβολική ποσότητα του υπνωτικού βερονάλ. Αιτία ή αφορμή του απονενοημένου η συμπλοκή του με έναν Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε με λύσσα όταν ο Αττίκ τον σκούντησε κατά λάθος με το ποδήλατο. Τί έμεινε απ’ αυτόν; Έμεινε το έργο του, η μουσική παρακαταθήκη που δημιούργησε με την πρωτοπορία του, κι αυτή η όμορφη ιστορία του μεσοπολέμου, γεμάτη ήχους, εικόνες κι αρώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου