ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΑΚΟΥΛΗ
Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται, κυρίως, σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση του Β. Ρώτα.
Αφορά την ιστορία του « Θεάτρου στο Βουνό».
Η μαγνητοφώνηση έγινε στις αρχές του 1978 με τη φροντίδα του Πλάτωνα Μαυρομούστακου (καθηγητή σήμερα του Θεατρολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών) στη Νέα Μάκρη στο σπίτι της Βούλας Δαμιανάκου, συντρόφου του Β. Ρώτα.
Στο ίδιο σπίτι φιλοξενήθηκε πολύ αργότερα ο Οτσαλάν (αρχηγός των Κούρδων) για μια νύχτα, αναζητώντας, μάταια, άσυλο στην Ελλάδα.
Η αφήγηση του Β. Ρώτα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΛΕΞΗ τον Ιούλιο του 1993.
Η σύντροφος της ζωής του, Βούλα Δαμιανάκου, περιγράφοντας το Β. Ρώτα έλεγε<<: Το έργο του, η συμπεριφορά του, η πράξη και το ήθος του ήταν η χάρη και η ευλογία, η ευθύνη, η στοργή και η πατρική συγκατάβαση για όλα τα πλάσματα της ζωής, ενώ διέθετε μια σπάνια ευρύνοια και ευρυμάθεια>>.
Ο γιος του, Νικηφόρος Ρώτας, περιγράφει τον πατέρα του σαν «τολμηρό, γενναίο και ασυμβίβαστο».
Ο ίδιος μάλιστα ο Β. Ρώτας υποστήριζε χαρακτηριστικά ότι «ο συμβιβασμός είναι ο εμβρυουλκός της ιδιοτέλειας ατομικής, κομματικής, εθνικής ή όποιας άλλης».
Ήταν, κατά το γιό του, πάντα έτοιμος (όχι σαν τον έτοιμο από καιρό του Καβάφη). Ήταν απλά προετοιμασμένος για κάθε τι που έχει μέσα του μέλλον. Είχε γεννηθεί με το μέλλον μαζί, όχι όμως το ατομικό, αλλά το κοινωνικό.
Ο Β. Ρώτας δεν παρέλειπε να τονίζει πάντα ότι «εξέλιξη θα πει διάλογος με το νέο. Το κατεστημένο φοβάται το νέο επειδή κινδυνεύει από αυτό .
Διέθετε τη στόφα του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου και του αυθεντικού θεατρανθρώπου. Υποστήριζε ότι το Θέατρο δεν είναι άλλοθι ούτε δικαιολογία . Είναι μόνο στόχος. Επειδή μάλιστα είχε την απόλυτη πεποίθηση ότι το Θέατρο είναι η ανώτατη μορφή παιδείας για ένα λαό, ίδρυσε και λειτούργησε ένα ουσιαστικό Λαϊκό Θέατρο στο Παγκράτι το 1930, χωρίς να καταδεχτεί οποιαδήποτε χορηγία.
Ήταν το Λαϊκό Θέατρό του,ένας φορέας θεατρικής παιδείας μη κερδοσκοπικός,με συντελεστές και συνεργάτες ανθρώπους του λαού,αλλά και με επαγγελματίες όπως τον Κωτσόπουλο, τον Κατράκη, τη Νοταρά και την αξεπέραστη Βασιλειάδου!
Εκείνος, ενώ το Θέατρο του ανήκε κατ΄ ουσίαν, γιατί είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το καλλιτεχνικό και οικονομικό ρίσκο, ποτέ δε διεκδίκησε την πατρότητά του και φυσικά ποτέ δεν το θεώρησε ιδιοκτησία του.
Ο γιος του Νικηφόρος Ρώτας έλεγε σχετικά «Ο πατέρας μου δεν ήταν κύριος, δηλαδή δεν είχε κυριότητα κανενός πράγματος εκτός από αυτά που πίστευε και οραματιζόταν, ήταν απλά ένας συνάνθρωπος.
Η ιστορία του Λαϊκού Θεάτρου τερματίστηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά.
Ο Βασίλης Ρώτας πάντα κατά τη μαγνητοφωνημένη αφήγησή του- εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. με την παρακίνηση του μεγάλου γλύπτη Μέμου Μακρή. Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Μακρής υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της γλυπτικής με διεθνή αναγνώριση και έζησε, αναγκαστικά ,αυτοεξόριστος στην Ουγγαρία.
Στη διάρκεια της κατοχής είχε το κουράγιο να ιδρύσει το φημισμένο Θεατρικό του Σπουδαστήριο. Το 1943 είχε 500 σπουδαστές με δασκάλους τον ίδιο, το Μάρκο Αυγέρη, το Γιάννη Σιδέρη, τον Αντωνάκη Φωκά, το Γιάννη Τσαρούχη, το Σίμωνα Καρά και άλλους επιφανείς της εποχής.
Το Θεατρικό σπουδαστήριο λειτούργησε μέχρι τις αρχές του 1944 με ευθύνη της Ε.Π.Ο.Ν.
Μαθητές και δάσκαλοι στο τέλος του 1944 σκόρπισαν άλλοι στα βουνά αντάρτες και άλλοι στην Αθήνα.Όλοι όμως ενταγμένοι στο Ε.Α.Μ.
\
ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Ο Β. Ρώτας κατέφυγε στη Βίνιανη (μετά από εντολή της κομματικής οργάνωσης),πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. Εκεί οργάνωσε πολλές παραστάσεις στην ύπαιθρο και στα σχολεία. Τα σχολεία ήταν πάντα ο κατάλληλος τόπος για θεατρικές εκδηλώσεις για τους πλάνητες και άστεγους ανθρώπους του θεάτρου. .
Με εντολή της Ε.Π.Ο.Ν. άρχισε περιοδείες στα χωριά της Θεσσαλίας. Ο ίδιος στη σχετική αφήγησή του λέει χαρακτηριστικά.
<<Οι παραστάσεις μας είχαν τον ενθουσιασμό του αγώνα. Οι χωριάτες έρχονταν από παντού κουβαλώντας καθίσματα και καρέκλες ..πότε στα προπύλαια μιας εκκλησιάς πότε στην αυλή ενός σχολείου, είσοδος δεν υπήρχε γιατί ο χώρος ήταν ανοικτός ..το εισιτήριο ήταν τις περισσότερες φορές σε είδος ..παιδιά της ΕΠΟΝ με τσουβάλια και άλλοι με τενεκέ για το λάδι να εισπράττουν είδη που αποτελούσαν το τίμημα για το εισιτήριο. .
<<Γράφτηκε πως ήταν θίασος του Ρώτα, τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε. Δηλαδή ο Ρώτας και οι άλλοι (συντελεστές) δεν φανερώνονταν ούτε λέγονταν τα ονόματά τους .ο θίασος ήταν θίασος της ΕΠΟΝ.
Υπηρετούσαμε τον αγώνα χωρίς να έχουμε κανένα άλλο διάφορο από τη χαρά του αγώνα και την ελπίδα της νίκης και της λευτεριάς>>
Ο Βασίλης Ρώτας, που γεννήθηκε στο Χιλιομόδι της Κορινθίας το 1889 και πέθανε στην Αθήνα, δεν ήταν αυτοδίδακτος. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Είχε μάλιστα συγκεντρώσει κάποιες οικονομίες με την πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εσπερία, τον πρόλαβαν όμως οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η Μικρασιατική εκστρατεία.
Επιστρατεύθηκε το 1910. Το «πέρασμά του» από το στρατό του δέσμευσε 17 χρόνια από τη ζωή του. Όταν αποστρατεύθηκε (1927), ασχολήθηκε απερίσπαστος με το πνευματικό του έργο, ενώ παράλληλα εργαζόταν σκληρά για το βιοπορισμό καθώς δεν είχε το προνόμιο να είναι ετεροδίαιτος. Ήταν ωστόσο εξαιρετικά παραγωγικός. Άρθρα και χρονογραφήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, θεατρικά έργα, ποίηση και μεταφράσεις.
Μετέφρασε τα άπαντα του Σαίξπηρ(!),καθώς και Γερμανούς συγγραφείς. Ιστορική παραμένει η μετάφραση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη (κλασσική παράσταση του Κουν).
Επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία, συλλαμβάνεται και σιδηροδέσμιος οδηγείται στη Γυάρο. Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα:- Ντροπή σου γέρο!
Και ο «γέρος» του αποκρίθηκε αγέρωχα:Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως δε μπορείς! Αυτός ήταν ο Βασίλης Ρώτας.
Τελειώνοντας το συνοπτικό αυτό σημείωμα ,θα επικαλεστώ μικρό απόσπασμα από ένα κείμενο του γιου του, Νικηφόρου Ρώτα.
« Ο Β. Ρώτας διέθετε τόλμη και μη συμβιβασμό. Με οδηγούς του αυτά τα δυό πλησίασε ό,τι πλησίασε, έμαθε ό,τι έμαθε προσεγγίζοντας την πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που πρέπει να αποκαλύπτεται σε αυτούς που θέλουν να είναι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι απαλλαγμένοι από συνήθειες, δόγματα, εντολές, σκοπιμότητες και ιδιοτελή συμφέροντα.>>
Ο Βασίλης Ρώτας δεν ήταν μόνο ένας ασυμβίβαστος αγωνιστής, ήταν και ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Εις απόδειξη παραθέτω ένα χαρακτηριστικό του (γνωστό τραγούδι) που φανερώνει και την άλλη εξ ίσου σημαντική πλευρά του αγωνιστή
Το Χριστινάκι
Δώδεκα αγόρια του σχολειού
κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει
τ΄ αγόρια τ ορκιστήκανε
στη παληκαρωσύνη
να κλέψουν τη Χριστίνη
της θάλασσας τα βάθη.
Κανείς δεν είναι στο κουπί
κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τους ζώνει
Για το φιλί της Χριστινιώς
χυμάν με χίλια χέρια
νερά, βουνά κι αστέρια.
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη.
Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
ψάχνουν να βρουν ακόμα
της Χριστινιώς το στόμα.
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά
τους γιους τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες
Μόν κλαίω τα μάτια τα γλαρά
το λυγερό κορμάκι
τ αγρίμι το ελαφάκι,
που ήτανε δώδεκα χρονών
-παρθένα Παναγιά μου
-κι έλαμπε η γειτονιά μου!
ΠΗΓΗ Η Νεα Ερυθραια
Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται, κυρίως, σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση του Β. Ρώτα.
Αφορά την ιστορία του « Θεάτρου στο Βουνό».
Η μαγνητοφώνηση έγινε στις αρχές του 1978 με τη φροντίδα του Πλάτωνα Μαυρομούστακου (καθηγητή σήμερα του Θεατρολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών) στη Νέα Μάκρη στο σπίτι της Βούλας Δαμιανάκου, συντρόφου του Β. Ρώτα.
Στο ίδιο σπίτι φιλοξενήθηκε πολύ αργότερα ο Οτσαλάν (αρχηγός των Κούρδων) για μια νύχτα, αναζητώντας, μάταια, άσυλο στην Ελλάδα.
Η αφήγηση του Β. Ρώτα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΛΕΞΗ τον Ιούλιο του 1993.
Η σύντροφος της ζωής του, Βούλα Δαμιανάκου, περιγράφοντας το Β. Ρώτα έλεγε<<: Το έργο του, η συμπεριφορά του, η πράξη και το ήθος του ήταν η χάρη και η ευλογία, η ευθύνη, η στοργή και η πατρική συγκατάβαση για όλα τα πλάσματα της ζωής, ενώ διέθετε μια σπάνια ευρύνοια και ευρυμάθεια>>.
Ο γιος του, Νικηφόρος Ρώτας, περιγράφει τον πατέρα του σαν «τολμηρό, γενναίο και ασυμβίβαστο».
Ο ίδιος μάλιστα ο Β. Ρώτας υποστήριζε χαρακτηριστικά ότι «ο συμβιβασμός είναι ο εμβρυουλκός της ιδιοτέλειας ατομικής, κομματικής, εθνικής ή όποιας άλλης».
Ήταν, κατά το γιό του, πάντα έτοιμος (όχι σαν τον έτοιμο από καιρό του Καβάφη). Ήταν απλά προετοιμασμένος για κάθε τι που έχει μέσα του μέλλον. Είχε γεννηθεί με το μέλλον μαζί, όχι όμως το ατομικό, αλλά το κοινωνικό.
Ο Β. Ρώτας δεν παρέλειπε να τονίζει πάντα ότι «εξέλιξη θα πει διάλογος με το νέο. Το κατεστημένο φοβάται το νέο επειδή κινδυνεύει από αυτό .
Διέθετε τη στόφα του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου και του αυθεντικού θεατρανθρώπου. Υποστήριζε ότι το Θέατρο δεν είναι άλλοθι ούτε δικαιολογία . Είναι μόνο στόχος. Επειδή μάλιστα είχε την απόλυτη πεποίθηση ότι το Θέατρο είναι η ανώτατη μορφή παιδείας για ένα λαό, ίδρυσε και λειτούργησε ένα ουσιαστικό Λαϊκό Θέατρο στο Παγκράτι το 1930, χωρίς να καταδεχτεί οποιαδήποτε χορηγία.
Ήταν το Λαϊκό Θέατρό του,ένας φορέας θεατρικής παιδείας μη κερδοσκοπικός,με συντελεστές και συνεργάτες ανθρώπους του λαού,αλλά και με επαγγελματίες όπως τον Κωτσόπουλο, τον Κατράκη, τη Νοταρά και την αξεπέραστη Βασιλειάδου!
Εκείνος, ενώ το Θέατρο του ανήκε κατ΄ ουσίαν, γιατί είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το καλλιτεχνικό και οικονομικό ρίσκο, ποτέ δε διεκδίκησε την πατρότητά του και φυσικά ποτέ δεν το θεώρησε ιδιοκτησία του.
Ο γιος του Νικηφόρος Ρώτας έλεγε σχετικά «Ο πατέρας μου δεν ήταν κύριος, δηλαδή δεν είχε κυριότητα κανενός πράγματος εκτός από αυτά που πίστευε και οραματιζόταν, ήταν απλά ένας συνάνθρωπος.
Η ιστορία του Λαϊκού Θεάτρου τερματίστηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά.
Ο Βασίλης Ρώτας πάντα κατά τη μαγνητοφωνημένη αφήγησή του- εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. με την παρακίνηση του μεγάλου γλύπτη Μέμου Μακρή. Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Μακρής υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της γλυπτικής με διεθνή αναγνώριση και έζησε, αναγκαστικά ,αυτοεξόριστος στην Ουγγαρία.
Στη διάρκεια της κατοχής είχε το κουράγιο να ιδρύσει το φημισμένο Θεατρικό του Σπουδαστήριο. Το 1943 είχε 500 σπουδαστές με δασκάλους τον ίδιο, το Μάρκο Αυγέρη, το Γιάννη Σιδέρη, τον Αντωνάκη Φωκά, το Γιάννη Τσαρούχη, το Σίμωνα Καρά και άλλους επιφανείς της εποχής.
Το Θεατρικό σπουδαστήριο λειτούργησε μέχρι τις αρχές του 1944 με ευθύνη της Ε.Π.Ο.Ν.
Μαθητές και δάσκαλοι στο τέλος του 1944 σκόρπισαν άλλοι στα βουνά αντάρτες και άλλοι στην Αθήνα.Όλοι όμως ενταγμένοι στο Ε.Α.Μ.
\
ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Ο Β. Ρώτας κατέφυγε στη Βίνιανη (μετά από εντολή της κομματικής οργάνωσης),πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. Εκεί οργάνωσε πολλές παραστάσεις στην ύπαιθρο και στα σχολεία. Τα σχολεία ήταν πάντα ο κατάλληλος τόπος για θεατρικές εκδηλώσεις για τους πλάνητες και άστεγους ανθρώπους του θεάτρου. .
Με εντολή της Ε.Π.Ο.Ν. άρχισε περιοδείες στα χωριά της Θεσσαλίας. Ο ίδιος στη σχετική αφήγησή του λέει χαρακτηριστικά.
<<Οι παραστάσεις μας είχαν τον ενθουσιασμό του αγώνα. Οι χωριάτες έρχονταν από παντού κουβαλώντας καθίσματα και καρέκλες ..πότε στα προπύλαια μιας εκκλησιάς πότε στην αυλή ενός σχολείου, είσοδος δεν υπήρχε γιατί ο χώρος ήταν ανοικτός ..το εισιτήριο ήταν τις περισσότερες φορές σε είδος ..παιδιά της ΕΠΟΝ με τσουβάλια και άλλοι με τενεκέ για το λάδι να εισπράττουν είδη που αποτελούσαν το τίμημα για το εισιτήριο. .
<<Γράφτηκε πως ήταν θίασος του Ρώτα, τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε. Δηλαδή ο Ρώτας και οι άλλοι (συντελεστές) δεν φανερώνονταν ούτε λέγονταν τα ονόματά τους .ο θίασος ήταν θίασος της ΕΠΟΝ.
Υπηρετούσαμε τον αγώνα χωρίς να έχουμε κανένα άλλο διάφορο από τη χαρά του αγώνα και την ελπίδα της νίκης και της λευτεριάς>>
Ο Βασίλης Ρώτας, που γεννήθηκε στο Χιλιομόδι της Κορινθίας το 1889 και πέθανε στην Αθήνα, δεν ήταν αυτοδίδακτος. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Είχε μάλιστα συγκεντρώσει κάποιες οικονομίες με την πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εσπερία, τον πρόλαβαν όμως οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η Μικρασιατική εκστρατεία.
Επιστρατεύθηκε το 1910. Το «πέρασμά του» από το στρατό του δέσμευσε 17 χρόνια από τη ζωή του. Όταν αποστρατεύθηκε (1927), ασχολήθηκε απερίσπαστος με το πνευματικό του έργο, ενώ παράλληλα εργαζόταν σκληρά για το βιοπορισμό καθώς δεν είχε το προνόμιο να είναι ετεροδίαιτος. Ήταν ωστόσο εξαιρετικά παραγωγικός. Άρθρα και χρονογραφήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, θεατρικά έργα, ποίηση και μεταφράσεις.
Μετέφρασε τα άπαντα του Σαίξπηρ(!),καθώς και Γερμανούς συγγραφείς. Ιστορική παραμένει η μετάφραση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη (κλασσική παράσταση του Κουν).
Επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία, συλλαμβάνεται και σιδηροδέσμιος οδηγείται στη Γυάρο. Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα:- Ντροπή σου γέρο!
Και ο «γέρος» του αποκρίθηκε αγέρωχα:Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως δε μπορείς! Αυτός ήταν ο Βασίλης Ρώτας.
Τελειώνοντας το συνοπτικό αυτό σημείωμα ,θα επικαλεστώ μικρό απόσπασμα από ένα κείμενο του γιου του, Νικηφόρου Ρώτα.
« Ο Β. Ρώτας διέθετε τόλμη και μη συμβιβασμό. Με οδηγούς του αυτά τα δυό πλησίασε ό,τι πλησίασε, έμαθε ό,τι έμαθε προσεγγίζοντας την πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που πρέπει να αποκαλύπτεται σε αυτούς που θέλουν να είναι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι απαλλαγμένοι από συνήθειες, δόγματα, εντολές, σκοπιμότητες και ιδιοτελή συμφέροντα.>>
Ο Βασίλης Ρώτας δεν ήταν μόνο ένας ασυμβίβαστος αγωνιστής, ήταν και ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Εις απόδειξη παραθέτω ένα χαρακτηριστικό του (γνωστό τραγούδι) που φανερώνει και την άλλη εξ ίσου σημαντική πλευρά του αγωνιστή
Το Χριστινάκι
Δώδεκα αγόρια του σχολειού
κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει
τ΄ αγόρια τ ορκιστήκανε
στη παληκαρωσύνη
να κλέψουν τη Χριστίνη
της θάλασσας τα βάθη.
Κανείς δεν είναι στο κουπί
κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τους ζώνει
Για το φιλί της Χριστινιώς
χυμάν με χίλια χέρια
νερά, βουνά κι αστέρια.
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη.
Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
ψάχνουν να βρουν ακόμα
της Χριστινιώς το στόμα.
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά
τους γιους τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες
Μόν κλαίω τα μάτια τα γλαρά
το λυγερό κορμάκι
τ αγρίμι το ελαφάκι,
που ήτανε δώδεκα χρονών
-παρθένα Παναγιά μου
-κι έλαμπε η γειτονιά μου!
ΠΗΓΗ Η Νεα Ερυθραια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου